- ὑποστρόγγυλα
- ὑποστρόγγυλοςsomewhat roundneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διδύμιο — το (AM διδύμιον) [δίδυμος] πληθ. τα διδύμια τέσσερα υποστρόγγυλα λοφίδια στη ραχιαία επιφάνεια τού μέσου εγκεφάλου («τὰ ἑκατέρωθεν τοῡ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῡ ἐγκεφάλου...», Γαληνός) μσν. νεοελλ. οι όρχεις νεοελλ. εν. το… … Dictionary of Greek
ορύλλιο — το ανατ. καθένα από τα υποστρόγγυλα εξογκώματα τής παλάμης στη βάση τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρος (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. ύλλιο] … Dictionary of Greek
τετράδυμος — η, ο / τετράδυμος, ον, Α αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμο ανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα … Dictionary of Greek
τετράδυμος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρία άλλα αδέρφια του (και από την ίδια μητέρα). 2. ο πληθ. ουδ. ως ουσ., τετράδυμα τέσσερα αδέρφια που γεννήθηκαν μαζί. 3. το ουδ. ως ουσ., τετράδυμο η ραχιαία επιφάνεια του μέσου εγκεφάλου, που διαιρείται με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)